ἀνάδρομα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάδρομα
Τύπος
Λήμμα
Γένος
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάδρομα ἐπίρρ. Λεξ. Βλαστ Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάδρομος.
Σημασιολογία
Κατ' ἀναδρομὴν εἰς τὰ ὀπίσω ἔνθ’ ἀν.: ’Ανάδρομα πηγαίνοντας βρεθήκαμε ᾿ς τὸ ἴδιο μέρος Λεξ. Δημητρ. ‖ Γνωμ. Τὰ ποτάμιˬα καὶ τὰ χρόνιˬα δὲν πάνε ἀνάδρομα αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA