ἀνάερα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάερα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάερα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀνάγερα ᾿Αθῆν. (παλαιότ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάερος (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Πρὸς τὰ ἄνω, ὑψηλὰ πολλαχ. : Ἐπῆε ἀνάερα Κεφαλλ. Τ᾽ ἄχερα πετᾶν ἀνάερα ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 68 Τά βόδιˬα ξεφρενιˬασμένα σέρνανε τὸ ἀλέτρι ἀνάερα αὐτόθ. 40. Ἀνάερα ’πάνω ἀπὸ τὸ κορφοβούνι τὰ σύγνεφα μαζεύουνταν ὁλοένα Λεξ. Δημητρ. ‖ Ποιήμ. Μὲ τὰ χέριˬα ἀνάερα πρὸς τ’ ἀστέριˬα ΚΠαλαμ. Βωμ 206 Πεˬὸ στρωτά, Μαριˬώ, τὸ πόδι,| παῖξε ἀνάερα τὸ μαντήλι, σὰ σκασμένο ἀφρᾶτο ρόδι | μο͜ιάζουνε τὰ δυό σου χείλη Λαύρας ἐν ’Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 200 Κυπαρισσένιˬο ἀνάερα τ᾽ ἀνάστημα σηκώνει ΔΣολωμ. 149 Τὸ δέντρο σπρώχνει ἀνάερα πολλὲς κλαδιˬὰ χιλιˬάδες αὐτὀθ. 303 Βοοῦσε ἀνάερα τ᾿ ἀυτόθ. τῆς Κρήτης αἶμα ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 56 β) Χωρὶς πρόσψαυσιν τοῦ ἐδάφους, ὑψηλὰ ’Αθῆν. (παλαιότ.) ΔΣολωμ. 248: ᾎσμ. Ἄλλοι ἀπ᾿ τὴν πόρτα μπαίνουνε κιˬ ἄλλοι ἀπ᾿ τὸ παραθύρι, τὴν ἀκριβὴ τῆς Σκλήραινας ἀνάγερα τὴν πάνε ᾿Αθῆν. ‒Ποίημ. Χύνεται ἀνάερα τὸ σκυλλὶ τῆς δίψας λυσσιˬασμένο ΔΣολωμ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Μεταφ. οἰονεὶ ἄνευ προσψαύσεως τοῦ ἐδάφους, ἐλαφρῶς Λεξ. Πρω.: Περπατάει ἀνάερα. Πβ. ἀλαφρά 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA