ἀνάερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάερος ἐπίθ. (ΙΙ) πολλαχ. ἀνάιρους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἄναρος Πελοπν. (Λάκων Μάν. κ. ἀ.) ἐνάερος Θήρ. κ. ἀ. ἀνάερο τό, Πελοπν.(Λακων.) ἀνάιρου 'Ηπ. Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὑσ. ἀέρας. Πβ. καὶ τὸ μεταγν. ἐνάερος.

Σημασιολογία

Α)Ἐπιθετικ. 1) Ὁ εἰς τὸν ἀέρα εὑρισκόμενος ἢ κινούμενος, ἐναέριος ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν εἶδα ᾿ς τὸν ὕπνο μου πῶς ἐστεκόταν ἀνάερος Λεξ. Δημητρ. ‖ Φρ. ᾽Επῆε-ἐσηκώθηκε ἀνάερος (ἔφυγε τάχιστα οἰονεὶ ἀρθεὶς ἐναέριος, ἔγινε ἄφαντος) Κεφαλλ. ᾿Ενάερος ἤφυε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θήρ. Διˬάη ἀναρος (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λάκων. Μάν.‖ Ποιήμ. ᾿Ανάερε λύχνε, οὐρανικέ. ὁπ' ἄγγελος σὲ ἀνάφτει νά σημαδεύῃς ἔνωρα τὸν ἐρχομὸ τῆς νύχτας (ταῦτα λέγονται εἰς τὸ ἄστρον ἀποσπερίτης, δηλ. τὴν Ἀφροδίτην) ΚΚρυσταλλ. Ἔργα 2,67 Ἡ σκόνη πῆρ’ ἀνάερο δρόμο ΑΣικελιαν. ἐν Ἀνθολ. Η'Αποστολίδ. 400 Μέσα ’ς τὴν μπόρρα ἡ ἀστραπὴ ἀνάερα φίδιˬα σπέρνει ΠΝιρβάν ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 274 Φεύγει ἀνάερη σά διˬαβατάρικο πουλλί (φρ. φεύγει ἀνάερη = φεύγει ἐναερία ἤτοι ταχέως) ΜΦιλήντ Θρῦλ. 17. Πβ. παράερος, συνάερος. β) Ἄφαντος Θήρ. : Ὁ κλέφτης ἔγινε ἐνάερος. Συνών. ἄρατος. 2) Ὁ οἱονεὶ εἰς τὸν ἀέρα ἱστάμενος ἢ ἀπὸ ἀέρα ἀποτελούμενος, ἐλαφρός, ἄυλος πολλαχ. : Ἀνάερο κορμὶ Λεξ. Πρω. Ἀνάερη σάν νεράιδα Λεξ. Δημητρ. Παρθένες ἀνάερες ντυμένες μὲ τ᾿ ἀραχνούφαντα μαγνάδιˬα τους τὰ μεταξένιˬα καἰ κατάχρυσα (Νουμᾶς 10,379). Παλάτι ἀνάερο ΠΒλαστοῦ Κριτικ. ταξίδ.29 ‖ Ποιημ. Τὸ μαντήλι θέλω τ᾿ ἀσπροκεντημένο ποῦ μ’ ἐκεῖνο ἀνάερη σέρνεις τὸ χορὸ ΚΠαλαμ. Βωμ. 76 Β) Τὸ οὐδ. οὐσ. 1) Μέρος εὐάερον Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. (Ζαγόρ.) 2) Ἡ ἐξωτερική παράστασις, ὁ τρόπος, τό ἦθος τοῦ ἀνθρώπου Πελοπν. (Λακων.) Αὑτός ἔχει καλό ἀνάερο. Συνών. ἀέρας 2γ. ἰδεῖ, θωριˬά, παρουσιαστικό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/