ἀναζένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναζένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναζένω ’Αντικύθ. Κρήτ. (Κίσ. Ρέθυμν. Σφακ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾶρχ. ἀναζέω.

Σημασιολογία

1) Βράζω τὸν μετὰ τὴν ἐξαγωγὴν τοῦ τυροῦ ὑπολειφθέντα ὀρὸν τοῦ γάλακτος ἐγχέων νέαν ποσότητα συνήθως αἰγείου γάλακτος πρὸς κατασκευὴν τῆς μυζήθρας ’Αντικύθ. Κρήτ. (Κίσ. Ρέθυμν. Σφακ κ. ἀ.): Ὁ τυροκόμος ἀναζένει τὸ γάλα Σφακ. Πάω ν᾿ ἀναζέσω Ρέθυμν. ‖ ᾎσμ. ΄Σ τὸ ’να βουνὸ dυροκομᾷ καὶ ’ς τ᾽ ἄλλο ἀναζένει καὶ ’ς τ’ ἄλλο χύνει τὸ χουμᾶ νὰ μὴ bνιγοῦ d’ ἀρνιˬά dου (χουμᾶς=₌ ὁ μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῆς μυζήθρας ὑπολειπόμενος ὀρὸς) Κρήτ. 2) Θερμαίνω, περιθάλπω μικρὸν ἢ ἄσθενές ζῷον διὰ νὰ τὸ σώσω ἐκ τοῦ θανάτου Κρήτ.(Κίσ. κ. ἀ.): Μὴ τὸ ἀναζένῃς, μὰ δὲ θὰ ζήσῃ Κίσ. 3) ’Αμτβ. συνερχόμενος εἰς τὸν ἑαυτόν μου ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ Πελοπν. (Λάκων): Παροιμ φρ.: ’Σ τοὶς τρεῖς ἀνάζεσ’ ὁ κουφὸς (ἐπὶ. βαρυηκόου ἀργοῦντος νὰ ἀκούσῃ). Συνων. παροιμ. φρ. ᾿ς τοὶς ἐννεˬά τό ᾿νοιωσε ὁ κουφός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/