ἀναζώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναζώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναζώνω Λεξ. Δημητρ. Μέσ. ἀναζώνομαι Ἀθῆν.(παλαιότ.) Μετοχ. ἀναζωσμένος Πελοπν.(Λακων.) ἀνεζωσμένος ᾿Ιων. (Σμύρν.) Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀναζώννυμι.

Σημασιολογία

|) Περιζώνω τι περὶ τὴν ὀσφὺν Λεξ. Δημητρ. :ᾎσμ. Τὰ φισεκλίκιˬα ἀνάζωσε, τὸ καριˬοφίλι πῆρε (φισεκλίκιˬα₌=φυσιγγιοθῆκαι). β) Μέσ. ζώνομαι ᾿Αθῆν. (παλαιότ.): ᾎσμ. Ὥστε ν’ ἀλλάξῃ ἡ ᾿Αρετή, ν᾿ ἀναζωστῇ ἡ Εἰρήνη, κ᾽ ἡ Χρυσοκουβουκλιˬώτισσα τὸ δέμα της νὰ βάλῃ, ἄλλοι ἀπ᾿ τὴν πόρτα μπαίνουνε κιˬ ἀλλ’ ἀπ’ τὸ παραθύρι, ΙΙ) Μετοχ. ἀναζωσμένος=ὁ ἔχων λελυμένην τὴν ζώνην Ἰων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Λακων.) Χίος: Φρ. Ξυπόλυτος κιˬ ἀνεζωσμένος (γυμνὸς) Σμύρν. ᾿΄Ετρεξε-ἔφτασε γυμνὸς κιˬ ἀναζωσμένος (βιαστικά, χωρὶς νὰ προλάβῃ νὰ ἐνδυθῇ) Λάκων.‖ ᾎσμ Ὅλοι φτωχοὶ καὶ πλούσιοι καὶ καλομαθημένοι μέσα ’ς τ’ ἀγιˬάζι ξενυχτοῦν γυμνοὶ κιˬ ἀνεζωσμένοι. Χίος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/