ἀναθάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθάλλω: Λεξ. ’Ηπίτ. ἀναθάλλου Στερελλ.(Αἰτωλ. Λοκρ.) ἀναθέλλου Στερελλ. ( Αἰτωλ.) ἀναθίλλω Ἤπ. -ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 74 ἀνεθάλλω Θήρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀναθάλλω. Τὸ ἀναθίλλω ἐκ τοῦ ἀνάθιλα ἀορ. τοῦ τύπ. ἀναθέλλου, ἐν ᾧ ὁ ἐκ τοῦ ἀτόνου ε προελθὼν φθόγγος ι καταστὰς πάγιος ἐν τῷ γλωσσικῷ αἰσθήματι διετηρήθη καὶ μετὰ τὸν τονισμόν. Τὸ ἀνεθάλλω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνέθαλα. Πβ. ἀναδίνω, ἀνεδίνω, ἀναδοτῶ-ἀνεδοτῶ κτὅ.

Σημασιολογία

Α) ’Αμτβ. 1) ᾿Αναπτύσσομαι εἰς ἡλικίαν, ἀκμάζω, ἐπὶ παιδίου Θήρ.: Ἀνεθάλλουνε τὰ παιδιˬά. 2) ’Αναλαμβάνω ἐκ νόσου, ἀναρρωνύω, ἀναζωογονοῦμαι Ἤπ. -Λεξ. Ἤπίτ.: Ἀνάθιλι τοὺ πιδὶ Ἠπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Καλλίμαχ. καὶ Χρυσορρ. στ. 1971 (ἔκδ. SLambros σ. 83) «καὶ συνεκαρδιώθησαν πάλιν νεκραὶ καρδίαι... | ἀνέθαλον, ἀνέζησαν εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον». Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀναζουμῶνω. 3) Αἰσθάνομαι ἀγαλλίασιν, χαίρω ΧΧρηστοβασ. ἔνθ᾽ ἀν. : Ἅμα ἔννο͜ιωσε... βγαλμένες τὲς λίρες από τὸν κόρφον του, ἀμέσως ἀνάθιλε. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἀχιλλ. Στ. 103 (ἔκδ. Hesseling) «ἐκεῖνος δὲ δεξάμενος τῆς κόρης τὸ πιττάκιν | ἀνέθαλε ἡ ψυχίτσα του ἐχάρηκεν μεγάλως». Β) Μετβ. 1) ᾿Αναρριπίζω, ἀναζωπυρῶ, ἐπὶ πυρὸς Στερελλ. (Λοκρ.) : Ἀναθάλλου τὴ φωτιˬά. Συνών. ἀναγκάζω Α 6, ἀναδεύω Α 1 δ, ἀνακαρώνω (ΙΙ), ἀνακατεύω, ἀνακατώνω, συνταυλίζω. 2)Σκάπτω γῆν ἐπιπολαίως, ἐλαφρῶς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀναθέλλου τοὺ χῶμα γιˬὰ νὰ σπείρου σπόρου ἀποὺ μἀ’δουνήσιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/