ἀναθαμπώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθαμπώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθαμπώνω Ἤπ. -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. θαμπώνω.

Σημασιολογία

Μετβ. προξενῶ θόλωσιν τῆς ὁράσεως, θαμβώνω Ἤπ.: ᾎσμ. 'Σ τὸ δρόμο ὅπου πήγαιναν ἡ γῆς ἀνατρομάζει κιˬ ὁ ἥλιˬος ἀναθάμπωνε ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴ λάμψι. ᾿Αμτβ. πάσχω θόλωσιν τῆς ὁράσεως, θαμβώνομαι Λεξ. Δημητρ. Ἀναθαμπώνω ᾿ς τὸ πολὺ φῶς. Συνων. θαμπώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/