ἀναθεματισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναθεματισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναθεματισμὸς ὁ, Κρήτ. Λεξ. Δεὲκ Βλαστ 490
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀναθεματισμός.
Σημασιολογία
᾿Αναθεμάτισμα, ὃ ἰδ. : ’Σ τὴ gεφαλή σου νά ’ν’ οἱ --ἀναθεματισμοί ποῦ κάνεις γιˬὰ τὸ κωπέλλι μου! (ἀρὰ) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA