ἀναθεμάτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθεμάτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναθεμάτος ὁ, ἀναθεμάτον Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀναθεμάτος Ἤπ. ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Κυνουρ. Μάν.) κ. ἀ.₋Λεξ. Δημητρ. ἀναθιμάτους Ἤπ ἀναθεμάτο τό, Πελοπν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς φρ. ἀνάθεμά τον! Διὰ τὸν σχηματισμὸν μιᾶς λέξεως ἐκ δύο ἢ περισσοτέρων, οἷον κάμε δουλε͜ιά ₋καμουλε͜ιά-καλε͜ιά κακὸ χρόνο νά ’χῃ-κακοχράχῃ κττ. πβ. ΓΧατζιδ ΜΝΕ 1,198.

Σημασιολογία

1) Ὁ διάβολος (ὡς ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄξιος ἀναθέματος) Ἤπ. ᾽Ιόνιοι Νῆσ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν Κυνουρ. Μάν.) κ. ἀ. ₋Λεξ. Δημητρ.: Ὁ ἀναθεμάτος θάν τόν πῇς ἂ θάν τόν μελετήσῃς (ἐνν. τὸν διάβολον) ᾿Ιόνιοι. Νῆσ. Τί σοῦ κάνει ὁ ἀναθεμάτον! Βούρβουρ. ‖ Φρ. Νὰ τρώς κιˬ ὁ ἀναθεμάτος νὰ τὰ παίρνῃ! (ἀρὰ) Γορτυν. Νὰ πάς ᾿ς τοὺν ἀναθιμάτου! Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναθεματισμένος 2 (ἰδ. ἀναθεματίζω). 2) ’Αρσ. καὶ οὐδ., τὸ δαιμόνιο καλικάντζαρος Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Κυνουρ. κ. ἀ.):Ὁ ἀναθεμάτος πάει καὶ χώνεται ὁλοῦθε Βουρβουρ. Θέλουνε νὰ τὸν γκρεμίσουνε τὸν κόσμο οἱ ἀναθεμάτοι Γορτυν. Τ' ἀναθεμἀτο ἔβαλε τοὶς φωνὲς νά ᾽ρθοῦνε τἀ συντρόφιˬα του. Πελοπν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/