ἀναθιβολεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθιβολεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθιβολεύω ἀμάρτ. ἀναθιβολεύγω Δ.Κρήτ. ἀνεθιβολεύγω Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀθιβολεύω. Τὸ μέσ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 1961 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) « …ὅ,τι ᾿σφαλα γιὰ κείνη | νὰ μὴν ἀναθιβολευτῇ».

Σημασιολογία

1)Κάμνω λόγον περί τινος, ἀναφέρω ἔνθ’ ἀν. 2) Ὑπενθυμίζω Α.Κρήτ.: Μὴ dοῦ τὸ ἀνεθιβολέψῃς κ’ ἐκεῖνος δὲ θὰ τὸ θυμηθῇ. Πβ. ἀθιβάλλω, ἀθιβολεύω, ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀναθιβάλλω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/