ἀναθρεφτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθρεφτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναθρεφτὸς ἐπίθ. Ζάκ. Κρήτ κ. ἀ. ‒Λεξ. Περιδ. Βλαστ. 412 Δημητρ. ἀνεθρεφτός Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν ἐπιθ. ἀναθρεπτός.

Σημασιολογία

1) ’Ο ὑπὸ ξένης οἰκογενείας ὡς ἴδιον τέκνον ἀνατρεφόμενος ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας ἔνθ’ ἀν. : Βρίσκουνε ἕνα ἀντρόγενο ποῦ δὲν ἔκαμε παιδιˬὰ παρὶ εἴχανε ἕνα ᾿σερνικούλλι ἀναθρεφτὀ (ἐκ παραμυθ. παρὶ=παρὰ) Ζάκ. ‖ ᾎσμ. Σὰν νὰ ᾿σουνε φαμέγιˬος μας, σὰν νά ᾽σουν δουλευτής μας, ἐτσὰ σὲ bεγεdίσαμε μὲ τήν ἀναθρεφτή μας (bεγεδιζω₌=συναρμόζω. Τὸ ᾆσμ. γαμήλιον) Κρήτ. Συνών. ἀναγιˬωτός, παραγιˬός, παραπαίδι, ψυχογιˬός, ψυχοπαίδι. Συνών. τοῦ θηλ. ἀναθρεφτὴ ἰδ. ἐν λ. ἀναθρεφτικός. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἀππιαν. 2,752 (ἔκδ. Λειψίας) «οἰκέτης εἵπετο λανθάνων ἀναθρεπτὸς αὑτοῦ... καὶ πολλὰ πρότερον εὗ παθών». 2) Ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ τρεφόμενος κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀφειμένον νὰ βόσκῃ ἐλεύθερος, ὁ οἰκόσιτος, ἐπὶ ζῴου Κρήτ.: ᾎσμ. Σφάζουν κριˬούς ἀναθρεφτούς μέ τόν κινᾶ βαμμένους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/