ἀναθρέφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθρέφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναθρέφω, ἀνατρεφω λόγ. κοιν. ἀναθρέφω κοιν. ἀνατρέφω ἀναθρέβω σύνηθ. ἀναθρέφου βόρ. ἰδιώμ. ἀναθρέβου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀναθρέβγω Ἄνδρ. Νάξ. ( Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀναθρέφτω Πόντ.(Οἰν.) ἀνετρέφω Α.Κρήτ. ἀνεθρέφω Ζακ. Α.Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (’Απυρανθ.) Χηλ. κ. ἀ. ἀνεθρέβω Ἄνδρ. Νάξ. (Φιλότ.) Πάρ. κ. ἀ. ἀνεθρέβγω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ. ἀ. ἀνερθέφω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνερθέβγω Νάξ.(᾿Απύρανθ.) ἀνιθρέφου Λέσβ. ἀνιθρέβου Θρᾴκ. κ.ἀ. ᾿νετρέφω Α.Κρήτ. Νίσυρ. ’ναρθέφω πολλαχ. ’νεθρέφω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Α.Κρήτ. Νίσυρ. Τῆλ. κ. ἀ. ᾿νειθρέβω Ἄνδρ. Παρ. ᾽νεθρέβγω Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀνατρέφω. ’Η λ. καὶ μεσν Πβ. Περὶ γέρ. στ. 35 (ἔκδ. GWagner σ. 107) «καὶ τοῦ δενδροῦ τ’ὀπωρικὸ τ᾿ ἀνάθρεφεν ἡ κόρη | μὲ προσοχὴ καὶ μὲ τιμὴ κι ἀνάθρεφ’ ὅσον ’μπόρει». Καὶ ὁ τύπ. ἀναθρέβω μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καί Ροδάμν. Στ. 1896 (ἔκδ. WWagner σ. 295) «καρδίας δεσμεῖ ἐλεύθερας καὶ αἰσθήσεις ὑποτάσσεις | τὰς ἀναθρέβουν τα βουνὰ καὶ οἱ ἐρημοτοπίες».

Σημασιολογία

1) Τρέφων τινά κάμνω νά αὐξάνεται, νὰ μεγαλώνῃ ἐπί ἀνθρώπων καί ζῲων κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Με χίλιˬα βάσανα τὀν ἀνάθρεψα τὸ γιˬό μου. Ἀνάθρεψε πολλὰ παιδιˬά. Αὐτὸ τὸ κορίτσι ἐγὼ τό ’χω ἀναθρεμμένο κοιν. Εἶναι φτωχὸς ὁ καμένος πὄχει ἑφτὰ παιδιˬὰ κιˬ ἀνερθέβγει τα Ἀπύρανθ. Ἤτανε εὐτά τα παιδιˬά πολύ ἀγαπημενα κιˬ ἐπαίζανε κιˬ ανεθρεφούντανε μαζὶ (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. ‖ Παροιμ. ’Ανέθριψι τοὺν κόρακα νὰ βγά’ τὰ μάτιˬα σου (ἐπὶ ἀχαρίστου ἀδικοῦντος τὸν εὐεργέτην του) Λέσβ. Ἀναθρεψε τό ποντικό να φάῃ το σακκί σου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. ‖ᾎσμ. Σαράντ’ ἅγιˬοί, βοηθεῖτε με, τί ἕνα θεριˬὸ μὲ πνίγει, ἕνα πουλλάκι ἀνάθρεψα καὶ θέλει νὰ μοῦ φύγῃ᾿΄Ηπ. Τὴν ἔλουνε, τἠν κτένιζε μἐ φιλτισένιˬο κτένι, ’ς τὰ πίπουλα την κοίμιζε, ’ς τὸν μόσκον ᾿νέτρεφέν την Νισυρ. Κοιμήσου ποῦ νὰ σὲ χαρῇ ἡ μάννα ποῦ σὲ γέννα, ὁ κύρις ποῦ σ’ ἀνέθρεβε νὰ δῇ καλὰ ’πὸ σένα (βαυκάλ.) Ἄνδρ. Τὰ νεφελάκιˬα τ᾿ οὐρανοῦ ρώτηξε νὰ σοῦ ποῦνε εἶdα παθαίνου d’ ἀρφανα ὥστου να ΄νετραφοῦνε Κρήτ. Κοιμᾶται καὶ ’νετρέφεται, ξυπνᾷ καὶ μεγαλώνει κ᾽ ἡ μάννα ποῦ τὸ γέννησε κρυφὰ τό καμαρώνει (βαυκάλ.) Νίσυρ. Συνών. ἀναγιˬών₋νω , ἀνακαθίζω, ἀναστένω, μεγαλώνω, παιδοκομῶ, 2) Δίδω ἀνατροφήν, διαπαιδαγωγῶ, ἐκπαιδεύω σύνηθ. Καὶ Πόντ. (Οἰν.): Αὐτή ἔχει ἀναθρέψει καλὰ τὰ παιδιˬά της. Τὸ ἀνατρέφουνε τὸ παιδί τους μὲ πολλή προσοχὴ σύνηθ. Αὐτὸ τὸ παιδὶ τὀ ἀναθρέβγουνε ἀρχοντικά Ἀπύρανθ. Συνών. ἀναγιών₋νω 2. Μετοχ. 1) Ὁ ηὐξημένος εἰς ἡλικίαν, ἐπὶ ἀνθρώπου κοιν.: Παιδὶ μέσ᾽ ’ς τὰ χάδιˬα ἀναθρεμμένο. Εἶν᾿ ἀναθρεμμένος ᾿ς τὴν πόλι₋ ’ς τὸ χωριˬό. Ἀναθρεμμένος ’ς τὴν ἀγκαλεˬὰ τῆς μάννας του κοιν. Ἀναθρεμμένα δὰ εἶναι τὰ παιδιˬά του κ᾿ εἶν᾿ ἄξα νὰ φέρουνε κ’ ἕνα ὀμαράκι (γομαράκι, δέμα ξύλων φερόμενον ὑπὸ ἀνθρώπου) ’Απύρανθ. ‖ ᾎσμ. Ἄρχισε γλῶσσα μου πικρή, χείλη φαρμακωμένο, κ᾿ ἐσὺ κορμί μου θλιβερὸ ’ς τὰ πάθη ᾿νεθρεμμένο, τὰ πάθη μ᾿ εἶν᾽ ἀρίθμητα καὶ μετρημό δὲν ἔχουν Νίσυρ. Ὁ πρωτογιˬός τῆς μάνας του σταυρὸς μαλαματένιˬος καὶ μὲ τοῦ μόσκου τό κλωνὶ ἔναι ἀνεθρεμμένος Χηλ. Συνών. ἀναστημένος (ἰδ. ἀναστένω), μεγαλωμένος (ἰδ. μεγαλώνω). β) Εὔρωστος, εὐτραφὴς ᾿Αθῆν. Κρήτ. (Βιάνν.) κ. ἀ.: Ἀναθρεμμένο ἄλογο-γαϊδούρι κττ. ᾿Αθῆν. Γάιδαρος ἀνεθρεμμένος Βιάνν. Συνών. θρεμμένος (ἰδ. θρέφω). 2)Ὁ λαβὼν ὡρισμένην ἀνατροφὴν ’ καὶ ἀποκτήσας ὡρισμένας συνηθείας Νάξ. (’Απύρανθ.) :᾿Εὼ ἤμου ᾿ς τὸ σπίτι μας ἀλλεˬώτικα ἀνερθεμμἐνη κ᾿ ἦρθα ᾽πὰ κ᾿ ηὕρηκ’ ἀλλεˬώτικα. Συνων. μαθημένος (ἰδ. μαθαίνω), συνηθισμένος (ἰδ. συνηθίζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/