ἀναθροφὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθροφὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναθροφὴ ἡ, ἀνατροφή λόγ. κοιν. ἀνατρουφή βόρ. ἰδιώμ. ἀναθροφὴ κοιν. ᾶναθρουφὴ βόρ. ἰδιώμ. ἀνεθροφὴ Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ. ἀ. ᾿νεθροφὴ Κάλυμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν οὐσ. ἀνατροφή.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἀναθρέψῃ τις, νὰ μεγαλώση ἓν μικρὸν παιδίον, ἐκτροφὴ κοιν.: Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιˬῶν ἔχει κόπο κοιν. ‖ Εἶναι ἀπάνου ’ς τὴν ἀνατροφὴ (ἐπὶ οἰκογενειάρχου ὑποχρεωμένου νὰ τρέφῃ πολυμελῆ οἰκογένειαν ἀπὸ μικρὰ παιδία) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Καλὴ ἀνατρουφή! (εὐχὴ πρὸς γυναῖκα μετὰ τὴν παρέλευσιν τοῦ τεσσαρακονθημέρου ἀπὸ τῆς γεννήσεως) Σαμ. ‖ ᾎσμ. Νάνι του ποῦ νὰ κοιμηθῇ τὸν ὕπνο τῆς ὑγε͜ιᾶς του, τὸν ὕπνο τῆς ἀνατροφῆς καὶ τῆς μεγαλωσύνης (βαυκάλ.) Νίσυρ. β) Τὸ ἀνατρεφόμενον, ἐκτρεφόμενον παιδίον Κρήτ. : Φρ. Διˬαόλου ἀναθροφή ! (ἐπὶ παιδίου ἀτὰκτου). Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Νεοφ. ’Εγκώμ. Διομήδ. (Anal.ΒοlΙ. 26,213,9) «ἦν δὲ ὁ μεῖραξ ἀνατροφή τε καὶ μαθητεία Τριφυλλίου τοῦ μεγάλου. Συνών. ἀνάθρεμμα 1. Πβ. ἀναθροφάρι. 2) Διαπαιδαγώγησις, ἐκπαίδευσις κοιν.: Ὁ δεῖνα ἔχει₋πῆρε καλὴ ἢ κακὴ ἀνατροφή. Κορίτσι-παιδὶ μέ ἀνατροφὴ (ἐνν. καλή). Τοῦ ἔχει δώσει ἢ μητέρα καθὼς πρέπει κοιν. Κακὴ ἀνεθροφή ’χου dά κωπέλλιˬα του (’χου₌ἔχουν) Κρήτ. ǁ Γνωμ Κατὰ τὴ συναναστρουφὴ καὶ ἡ ἀνατρουφὴ (ἐκ τῶν κακῶν ἢ καλῶν συναναστροφῶν έπηρεάζονται πολύ τὰ ἤθη τοῦ ἀνθρώπου) Ἤπ. Συνών. ἀνάθρεμμα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/