ἀναθροφίκιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθροφίκιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναθροφίκιˬα τἀ, ἀνετροφίκιˬα Α.Κρήτ. ἀναθροφίκιˬα Δ.Κρήτ. ἀνεθροφίκιˬα Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναθροφὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίκιˬα. Περὶ τοῦ ὁμοίου σχηματισμοῦ πβ. τὰ ὅμοια βουλλωτίκιˬα, βρετίκιˬα, θρεφτίκιˬα κττ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ.

Σημασιολογία

1) Ἡ διὰ τὴν ἀνατροφὴν παρεχομένη ἀμοιβή, τροφεῖα ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλαχ. Συνών. θρεφτίκιˬα. 2) Ἡ παιδικὴ ἡλικία Δ.Κρήτ. : ’Σ τ᾿ ἀναθροφίκιˬα μου δε dὰ θυμοῦμαι ‘γω ἐτουτανέ τὰ πράματα. Κακά ἀνεθροφίκιˬα εἴχενε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/