ἀναθύμιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθύμιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναθύμιˬασμα τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ρ. ἀναθυμιάζω. Πβ. θυμιˬάζω.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ θυμιάσῃ τις ἐκ νέου: ᾎσμ. ’Σ τ᾽ ἀναθύμιˬασμα τοῦ διˬάκου| ἐφταρνίστηκε ὁ δεσπότης. Συνών. ἀναθυμιˬάτισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/