ἀναισθητῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναισθητῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναισθητῶ Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. ἀναιστητῶ Κῶς κ. ἀ. ₋Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναισθητῶ. Τὸ ἀναιστητῶ καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδαμν. στ. 523 (ἔκδ. WWagner σ. 257) «εἶχεν τὴν κόρην, πρόσεχε, ψυχή, μὴ ἀναιστητήσῃς».

Σημασιολογία

Χάνω τὰς αἰσθήσεις μου, περιπίπτω εἰς ἀναισθησίαν ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ὅσοι μεθυˬοῦσιν ἐτσαδὰ ὥσπου κιˬ ἀναιστητοῦσι 'πὸ κλότσου καὶ 'πὸ μπάτσου πάν ὥσπου νὰ ξεμεθυˬοῦσι Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/