ἀναισχύντημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναισχύντημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναισχύντημα τό, ἀνασκύdημα Κεφαλλ. ἀνασκούντισμα Παξ. ἀνασκύdισμα Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀναισχύντημα₌πρᾶξις ἀναίσχυντος. Τύπος ἀνασκύντημα καὶ ἐν Πεντατεύχ. (ἔκδ. Ηesseling) Δευτερον. 28,20 «τὴν κατάρα, τὸ ἀναβουβάριασμα καὶ τὸ ἀνασκύντημα».
Σημασιολογία
᾿Επίπληξις: Τὸ παιδὶ θέλει ἀνασκύdισμα (εἷναι ὠφέλιμος εἰς τὸ παιδὶ ἡ ἐπίπληξις, ὧς μέσον παιδαγωγήσεως). Συνών. ἀναισχυντία 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA