ἀνακαβάλλου

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαβάλλου

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνακαβάλλου ἐπίρρ. Κύπρ. ἀγκαβάḍḍου Καλαβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιρρ. Καβάλλου.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ζῴου ἱππασίας, ἐφίππως, ἱππαστί: ᾿Επῆα ἀνακαβάλλου. Ἥρτεν ἀνακαβάλλου δίχως γομάριν Κύπρ. Μιˬὰ νημέρα ὁ dιˬάβολο ἐγιˬάη νὰ παίστσῃ μὲ τὰ παιdία, ἐτσεῖνα ἐπιˬάσαϊ τσαὶ τὀν ἐβάλαϊ μούμ₋μονα τσαὶ τόν πεήσα ἀγκαβάḍḍου (μίαν ἡμέραν ὁ διάβολος ἐπῆγε νὰ παίξῃ μὲ τὰ παιδία, ἐκεῖνα τὸν ἕπιασαν καὶ τὸν ἔβαλαν εἰς τὰ τέσσαρα καὶ τὸν ἐπῆγαν καβάλλα. ᾿Εκ παραδ.) Καλαβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/