ἀνακαίω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαίω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακαίω ἀμάρτ. άνεκαὑγω Κάρπ. ἀνικάφτου Ἴμβρ. Μέσ. ἀνακαίουμαι Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνακαίω = ἀνάπτω. Τὸ ἀνακαύγω ἐκ τοῦ *ἀνακαύω κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀρχ. οὐσ. καῦμα ἢ καὶ τοῦ μεταγν. ἀνάκαυσις.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανάπτων πῦρ καθαρίζω τὴν κυψέλην Κάρπ. 2)Προξενῶ δίψαν, ἐπὶ φαγητοῦ Ἴμβρ.: Ἔφαγα ψαρ’κὰ κὶ μ᾿ ἀνικάψαν (ψαρ’κὰ = παστὰ ψάρια). Μ’ ἀνέκαψι τοὺ φαγεῖ. Καὶ ἀπροσ. μ᾽ ἀνέκαψι, ἐδιψασα 3)Μέσ. λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι Πελοπν (Λακων. Μάν.): Τὸν εἶδα κιˬ ἀνακάηκα. Διὰ τὴν σημ. πβ. Π. Δ. (Ὠσ. 7,6) «ἀνεκαύθησαν ὡς κλίβανος αἱ καρδίαι αὐτῶν». Συνών. λυπᾶμαι, στενοχωρε͜ιέμαι (ἰδ. στενοχωρῶ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA