ἀνακαλαμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαλαμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακαλαμίζω Πελοπν. (Λακων.) Μές.ἀνεκαλαμίζομαι Κρήτ. ἀνικαλαμίζουμ᾿ Ἴμβρ. Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. καλαμίζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανέρχομαι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα ὅσον τὸ ὕψος ἐνὸς καλάμου (διὰ τὴν σημ. πβ. φρ. ὁ ἥλιˬος ἀνέβηκε ἕνα δυˬὸ τρία καλάμιˬα) Πελοπν. (Λακων.): Ὁ ἥλιˬος ἀνακαλάμισε ᾽ς τὰ παραθύριˬα (ἔκφρασις βραχυλ., ἤτοι ὁ ἥλιος ἀνελθὼν ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα κτλ ἔρριψε τὰς ἀκτῖνας εἰς τὰ παράθυρα). 2) Περιστρέφομαι, κινοῦμαι καθὼς τὸ καλάμι κατὰ τὴν ἀναπήνισιν τοῦ νήματος Κρήτ.Συνών. στριφογυρίζω. 3) Ἑτοιμάζομαι ἢ προσπαθῶ νὰ κάμω τι Κρήτ. Ἴμβρ. Σαμοθρ.: Μὴν ἀνακαλαμίζισι νά ᾿ρτ᾿ς μαζί μας, γιˬατί δέν ἔχουμ’σκουπό νὰ σὶ πάρουμ’Ἴμβρ. Γιˬά γάμου ἀνακαλαμίζιτι Σαμοθρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/