ἀνακάλυψι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακάλυψι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακάλυψι ἡ, λόγ κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀνακάλυψις.
Σημασιολογία
Ἡ ἀποκάλυψις ἀγνώστου ἢ κεκρυμμένον πράγματος: Ἡ ἀνακάλυψι τῆς Ἀμερικῆς. Αὐτὸς ἔκανε μιˬὰ σπουδαία ἀνακάλυψι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA