ἀνακαρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνακαρᾶς ὁ, Ἤπ. (Τζουμέρκ. κ. ἁ) Κέρκ. Πελοπν. Λάστ.) κ.ἀ. λεξ. Βλαστ. 344 Πρω.(λ. ἀνάκαρα) ἀναγαρᾶς Κρήτ. ᾿νακαρᾶς Χίος ᾿νάκαρο τό, Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀνάκαρα) ᾿νιˬάκαρο Ζάκ -Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀνάκαρα)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν οὐσ. ἀνακαρᾶς. Πβ. Γαδαρ. διήγ. στ. 340 (ἔκδ. Wagner σ. 112) «ἀνακαρᾶδες, βούκινα, χοντρὰ ἀπελατίκια». Καὶ τὸ οὐδ. μεσν. Πβ. Κωδιν. 31,17 (ἔκδ. Βόννης) «οἱ ἀνακαρισταὶ κρούουσι τὰ ἀνάκαρα». Ἡ λ. ξένη. Πβ. Ἀραβ nakur=σάλπιγξ τοῦ ἀρχαγγέλου Σεραφεὶμ (ΙΧλωροῦ Λεξ. 2, 1853) καὶ Τουρκ nakkare= εἶδος τυμπάνου.
Σημασιολογία
Πληθ., μουσικὰ ὄργανα ἐμπνευστὰ ἢ ἐντατὰ (τὸ εἶδός των ὡς ἐκ τῶν παραδειγμάτων τοὐλάχιστον ἐξάγεται εἶναι ἀκαθόριστον) ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Κίνησε καὶ πάαινε μὲ τοὺς ἀνακαρᾶδες, μ᾿ ἐννεˬὰ ζυγιˬὲς λαλούμενα, μὲ δεκοχτὼ φλογὲρες Τζουμέρκ. Μὲ τ᾽ ἄργανα τὴν ἔκλαιγαν, μὲ τοὺς ἀνακαρᾶδες Ἤπ. Μὲ τὰ βιˬολιˬὰ πορίσανε καὶ μὲ τσ᾽ ἀναγαρᾶδες (πορίσανε=ἐξῆλθον) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA