ἀνακάτεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακάτεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνακάτεμα τό, κοιν. ἀνακάτεμαν Πόντ.(Κερασ.) ἀνεκάτεμα πολλαχ. ἀνεκαρκάτεμα Α.Κρήτ. ᾿νεκάτεμα Συμ κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακατεύω, παρ’ ὃ καὶ ἀνεκαρκατεύγω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) ᾿Ανακίνησις, ἀνάδευσις πράγματός τινος κοιν.: Τὸ ρυζόγαλο-τὸ φαεῖ θέλει ἀνακάτεμα γιˬὰ νὰ μὴ κολλήσῃ κοιν. Συνών ἀναγύρισμα 1, ἀνάδεμα (ΙΙ)!, τάραγμα β) Ἀναζωπύρησις, συνδαύλισμα πυρὸς κοιν. Ἡ φωτιˬὰ θέλει ἀνακάτεμα. Συνών. ἀνακάρωμα 3. 2) Τοποθέτησις πραγμάτων ἄνευ τάξεως, διατάραξις τῆς κανονικῆς θέσεως κοιν.: Κάνω καλὸ ἀνακάτεμα ᾽ς τὴν τράπουλα. Τί ἀνακάτεμα μοῦ ᾿καμες ἐδῶ μέσα! Μεγάλ’ ἀνεκαρκάτεμα ἐκάμανε ’ς τὰ πράματα, γιˬατὶ τὰ θωρῶ ὅλα ἄνω κάτω Α.Κρήτ. 3) ᾿Ανάμειξις πραγμάτων διαφόρων κοιν.: Ἀνακάτεμα σιταριˬοῦ καἱ κριθαριˬοῦ κρασιˬοῦ καὶ νεροῦ βουτύρου καὶ λίπους κττ. Συνών. ἀνάγερμα 1. Β) Μεταφ. 1) ᾿Ανάμειξις, συμμετοχή τινος εἰς ἔργον ἢ ὑπόθεσιν κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ.) : Τὸ ἀνακάτεμά του ’ς τὴν κλεψιˬὰ-᾿ς τὸ σκάνταλο-᾿ς τὸ φόνο κττ. κοιν. Ντό ἔν᾽ τ᾽ ἐσόν τ᾿ ἀνακάτεμαν ᾿ς ἀτὸ τὴν δουλείαν ; (τί εἶναι ἡ ἰδική σου ἀνάμειξις εἰς αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν; ἤτοι διατί ἀναμειγνύεσαι κτλ.) Κερασ. 2) Σχέσις, συγχρωτισμὸς συνήθως ὄχι φιλικὸς πολλαχ.: Τί ἀνακάτεμα μοῦ ᾿κανες μὲ τὸν δεῖνα; (διατί ἐδημιούργησες ἐχθρικὰς διαθέσεις ἀναμεταξύ μας;) Κορινθ. Δὲ θέλω μαζί του- μὲ τέτο͜ιους ἀνθρώπους ἀνακατέματα.3)Εἰς τὸν πληθ., ρᾳδιουργίαι, σκάνδαλα πολλαχ. : Φρ. Βάζω ἀνακατέματα (ρᾳδιουργῶ). Συνών. ἀνάβαλμα 3, ἀναβάλωμα, ἀναγορε͜ιὰ 2. β) Πληθ. ἔριδες, φιλονικίαι πολλαχ. Συνών. ἀναγούλα (Ι) Β3. Πβ. ἀνακατεμός, ἀνακάτεψι, ἀνακατεψιˬά, ἀνακατισμός, ἀνακατούρα, ἀνακάτωμα, ἀνακατωμός, ἀνακάτωσι, ἀνακατωσιˬά, ἀνακατωσούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA