ἀνάκατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάκατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάκατος ἐπίθ. κοιν. ἀνάκατους βόρ. ἰδιώμ. ἀνέκατος Θήρ. Α.Κρήτ. Κύθν. κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιρρ. ἄνω κάτω συνεκφερομένων περιφραστικῶς πρὸς δήλωσιν τοῦ φύρδην μίγδην διὰ τοῦ μεταβατικοῦ τύπ. *ἀνώκατος. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν 'Επιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 9 (1912|3) 21.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐν ἀταξίᾳ εὑρισκόμενος κοιν.: Ἀνάκατοι λογαριασμοί. ᾿Ανάκατο σπίτι. ᾿Ανάκατα βιβλία. 2) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν εἶναι ἀμιγής, μεικτὸς κοιν.: ᾿Ανάκατος κόσμος (ἄνθρωποι διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων, διαφόρου γένους καὶ διαφόρου ἡλικίας). ᾿Ανάκατα ἀχλάδιˬα-κυδώνιˬα-μῆλα-πορτοκάλιˬα κττ. (διαφόρων μεγεθῶν καὶ ποιοτήτων). Σιτάρι καὶ κριθάρι ἀνάκατο. Φασόλιˬα καὶ κουκκιˬά ἀνάκατα. Ἀλεύρι-ψωμὶ ἀνάκατο (ἀνάμεικτον ἐκ σίτου καὶ κριθῆς). Ἀσπρόχωμα καὶ κοκκινόχωμα ἀνάκατο κοιν. Ἦταν ναῖκις ἄντρις ᾽ς τ’ν ἰκκλησιˬἀ ἀνάκατ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’Ανάκατη φυλὴ (λαὸς ἀποτελούμενος ἀπὸ πρόσωπα διαφόρων φυλῶν) ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ.2 116. Σὲ λίγο φάνηκε ἀνάκατος ροῦχα καὶ κόκκαλα ὁ σκελετός; ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾴκ. ἠθογραφ. 2,39. ǁ Ποίημ. Κουφάριˬα χίλιˬα μύριˬα ἀνάκατα γδυμένα, ἀγνώριστα, συντρίμμιˬα ΚΠαλαμ. Πεντασύλλ. 132. Συνων ἀνακατεμμένος (ἰδ.ἀνακατεύω Α5), ἀνακατερός, ἀνακατευτὸς 1, ἀνακατωμένος (ἰδ. ἀνακατώνω), ἀνακατωτός. 3) Ὁ μὴ ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἄλλον, ἀνόμοιος Λεξ. Δημητρ.: Μὲ ἀνάκατα ἔπιπλα στόλισε τὸ σπίτι του. 4) Ὡς οὐσ., τάσις πρός ἐμετόν Κρήτ.-Λεξ. Βλαστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακάτεψι Α2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA