ἀνακάτσιˬασμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακάτσιˬασμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνακάτσιˬασμαν τό, ἀμαρτ. ἀνακάτιˬασμαν Κύπρ. ΄νεκάτιˬασμαν ΔΛιπέρτ. Τζιυπριώτ. τραούδ. 3,78
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνακατσιˬάζω.
Σημασιολογία
’Αηδία, ἀποστροφὴ ἔνθ’ ἀν. : Τοῦτες οἱ δουλε͜ιὲς ποῦ κάμνεις ἔν’ τοῦ ᾿νεκατιˬασμάτου. Συνών. ἀηδία, ἀηδιασμός, ἀνακατιˬασμός, ἀνακατιˬασούρα, σιχαμάρα, σιχασιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA