ἀνακατιˬασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακατιˬασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνακατιˬασμὸς ὁ, Κυπρ. ᾽νεκατιˬασμὸς ΔΛιπέρτ. Τζιυπριώτ. τραούδ. 3,45.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακατιˬῶ, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀνακατσιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἀνακάτσιˬασμαν, ὃ ἰδ., ἕνθ’ ἀν. Ποιημ. Εἶσαι τ᾽ ἀθ-θύμιˬον νεκατιˬασμοῦ, μιˬᾶς ψώρας ἦσαν τὰ ἔρκατά σου | τιˬ ἀφανισμοῦ (ἀθ-θύμιˬον = ἐνθύμιον) ΔΛιπέρτ.’ ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/