ἀνακατσουριˬαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατσουριˬαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακατσουριˬαίνω, ἀνασκαντζουριˬαίνω Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *κατσουριˬαίνω. Πβ. κατσουριˬάζω.
Σημασιολογία
1)Συστέλλομαι ἐκ φόβου: Τι’ ἀνασκαντζουριˬαίνεις ἔτσα; Ἀνασκαντζούριˬασε ἀπὸ τὸ φόβο του. 2) Ἀνορθώνονται αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μου, ἐξαγριώνομαι. Πβ. ἀνακατσαρώνω, ἀνακατσιˬάζω, ἀνακατσουλώνω
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA