ἀνακατωμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατωμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνακατωμὸς ὁ, σύνηθ. ἀνακατουμὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀνεκατωμὸς Θήρ. Α.Κρήτ. Κύπρ Νάξ. (’Απύρανθ.) κ. ἀ.ἀνικατουμὸς Ἰμβρ. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνακατώνω. Διὰ τὴν παραγωγὴν πβ. ἁπλωμός, τελε͜ιωμός, σκοτωμός, φαγωμός κττ. ἐκ τῶν ρ. ἁπλώνω, τελε͜ιώνω, σκοτώνω, τρώγω-ἔφαγα, περὶ ὧν πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,416. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 1675 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ κείνους τσ᾽ ἀνεκατωμοὺς καὶ ταραχὲς ’γροικοῦμε».
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Τάσις πρὸς ἐμετὸν πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακάτεψι Α2. 2) ᾿Ανάμειξις διαφόρων πραγμάτων πολλαχ. Β) Μεταφ. 1) Ἀνάμειξις εἰς ὑποθέσεις ξένας Νάξ. (’Απύρανθ.) κ. ἀ.: Εἶd’ ἀνεκατωμό εἶχε ᾽ς τὴ δουλε͜ιὰ ’φτή; 2) Σχέσις, συγχρωτισμὸς πρός τινα Ἴμβρ. : Φρ. Αὐτὸς δὲν ἔ' ᾶνικατουμὸ (δὲν ἠμπορεῖ κἀνεὶς νὰ συνεργασθῇ ἢ νὰ συζητήσῃ μαζί του). 3) Ἀνώμαλος κατάστασις, διχόνοια, στάσις σύνηθ.: Ποιημ. Γῦρο ’ς τῶν παθῶν τὴ λύσσα | ἤμουν ἡ γαλήνη ἐγὼ καὶ ἤμουν ἡ πνοὴ ἡ καθάρε͜ια μέσ᾽ ’ς τὸν ἀνακατωμὸ ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 45. Ἡ σημ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. ἔνθ' ἀν. Συνών. ἱδ. ἐν λ. ἀνακάτωμα Β 2. Πβ. ἀνακάτεμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA