βοτανεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοτανεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βοτανεˬὰ ἡ, Σῦρ. βοτανέα Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοτάνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

1) Ἄγριόν τι φυτόν, διὰ τοῦ ὁποίου τρίβουν τὰς κυψέλας διὰ νὰ εὐωδιάζουν Σῦρ. 2) Ἡ ὀσμὴ τῶν βοτανῶν Πόντ.: Βοτανέαν μυρίζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/