βοτανεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοτανεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοτανεύω Ἄνδρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοτάνι.
Σημασιολογία
Θλίβω, πικραίνω: Μὲ βοτάνεψε ὁ Χάρως! Μετοχ. βοτανεμένος, τεθλιμμένος: Μαύρη τσαὶ βοτανεμένη γυναῖκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA