ἀνάκοος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάκοος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάκοος ἐπίθ. ἀνάκουος Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ἀκοή, παρ' ὃ καὶ ἀκουή. Πβ. ἀρχ. ἀνήκοος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ ὑπακούων εἰς συμβουλὰς ἢ μὴ ἐκτελῶν τὰ παραγγέλματα, ἀπειθὴς Λεξ. Πρω. Δημητρ. : Ἀνάκουο παιδὶ Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀκρούμαστος, ἄκρωστος, *ἀνακρούμαστος, ἀνυπάκουος, ἀντίθ. ὑπάκουος. 2) Ὁ μὴ ἀκουόμενος Λεξ Δημητρ.: Ἀνάκουος γείτονας. Συνών. ἥσυχος, φιλήσυχος. 3) Ὁ μὴ ἀρμόζων νὰ ἀκούεται καὶ μεταφ. ἀπρεπὴς Λεξ. Δημητρ. : Ἀνάκουα πράματα γίνονται’ς αὐτό τό σπίτι. Συνών. ἄπρεπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA