βοτάνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοτάνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βοτάνη ἡ, Καππ. (Σίλ.)-Κορ. Ἄτ. 2,85

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βοτάνη=πόα, χόρτον.

Σημασιολογία

Θεραπευτικὸν βότανον τῶν πληγῶν ἔνθ’ ἀν: Βάλε βοτάνην ’ς τὸ πάθος Σίλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/