ἀνάκορφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάκορφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάκορφος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. κορφὴ, δι᾽ ὃ ἰδ. κορυφή.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ὑψηλὴν κορυφὴν Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. : ᾎσμ. ᾿Ανάκορφο’ ’ναι τὰ βουνὰ καὶ χιˬόνιˬα τὸ σκεπάζουν κιˬ ἀμέτρητος ὁ πόνος μου ποῦ δὲν τὸν ἀπεικάζουν Λεξ. Δημητρ. 2)Ἀνάντης, ἀπότομος, ὀξὺς Λεξ. Δημητρ.: ᾿Ανάκορφο καθώς ἦταν τὸ βουνὸ μόνο κατσικιˬὰ τὸ σκαρφάλωναν ὥς ἀπάνω. ᾿Ανάκορφη ᾿ς τὀ βουνὸ προβάλλει μιˬὰ θεόρατη κοτρώνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/