βοτανολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοτανολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βοτανολογῶ Θρᾴκ. Κύθηρ. Πάρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)-Λεξ. Δημητρ. βοτανολογάω Λεξ. Δημητρ. βουτανουλουγῶ Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βοτανολογῶ.

Σημασιολογία

1) Βοτανίζω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. β) Βοτανίζω 1 γ, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἁλιεύω γαρίδας Πάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/