βότανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βότανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βότανος ὁ, Ἤπ. (Κόνιτσ. Χιμάρ.) Κύπρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γέρμ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Κίτ. Λακων. Μάν. Μεσσ.)-Λεξ. Βλαστ. 298. βότανο τό, Εὔβ. (Κουρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βοτανίζω.
Σημασιολογία
1)Βοτάνισμα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Πάμε ’ς τόν βότανον Κύπρ. β) Ὁ χρόνος τοῦ βοτανίσματος Πελοπν. (Βούρβουρ. Γέρμ. Γορτυν. Καλάβρυτ.) 2) Περιληπτικῶς τὰ εἰς τοὺς ἀγροὺς φυόμενα ζιζάνια Πελοπν. (Μεσσ.): Τὸ ἔσπειρα μὲ βροχὴ τὸ χωράφι κ’ ἔχει πολὺ βότανο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA