ἀργαστηρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργαστηρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀργαστηρᾶς ὁ, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) κ.ἀ. ἀργαστερᾶς Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀργαστιρᾶς Μακεδ. (Γκιουβ.) ἀγραστερᾶς Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀργαστήρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶς. Ὁ τύπ. ἀργαστιρᾶς ἐκ τοῦ ἀργαστερᾶς.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἐργαστήριον ὡς τεχνίτης, οἷον σιδηρουργός, ράπτης, μυλωθρὸς κττ. 2) Ὁ ἔχων ἐργαστήριον ὡς πωλητής, οἷον ἔμπορος, παντοπώλης κττ. Συνών. ἀργαστηριˬάρις. Πβ. μαγαζάτορας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA