ἀφροκυματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροκυματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφροκυματίζω Πειρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τοῦ ρ. κυματίζω.

Σημασιολογία

Ρηγνύονται, σπάζουν τὰ κύματά μου ἐπὶ τῆς ἀκτῆς καὶ παράγουν ἀφρὸν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης: Ἀφροκυματίζει ἡ θάλασσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/