ἀνάκουσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάκουσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάκουσμα τό, Ρόδ.-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. ἄκουσμα.

Σημασιολογία

Διάδοσις, φήμη ἔνθ᾽άν.: ᾎσμ. Νά βγῇ ’κουσμα ᾿ς τὴ γειτονιˬὰ κιˬ ἀνάκουσμα ᾿ς τὴ χώρα πῶς μὲ κατασκοτώσετε γιˬά ᾽να ματσάκι ρόδα Ρόδ. Συνών. ἄκουσμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/