ἀφρολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφρολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφρολογῶ ΓΒιζυην. Ἀτθιδ. αὗραι2 178 - Λεξ. Δημητρ. ἀφρολογάω Πελοπν. (Μάν.) ἀβρολοῶ Κύπρ. ἀφρολογίζω Πειρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τῆς παραγώγικῆς καταλ. -λογῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀφαιρῶ τὸν ἀφρὸν Πειρ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Ἀφρολογίζω τὸ φαεῖ Πειρ. Συνων. ξαφρίζω. 2) Ἀναδίδω ἀφρὸν πολὺν Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.): ᾿Εχόγλασεν πολ-λὰ τ’ ἀβρολοᾷ τὸ ζουμίν. || Φρ. Ἀφρολοᾷ τὸ ψουμὶν (ἀφρίζει, ζυμοῦται πέραν τοῦ δέοντος). 3) Ἀφρίζω ἀπὸ τὸν θυμόν μου, ὀργίζομαι ΓΒιζυην. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τ’ ἀκούν γρϊὲς κι ἀφρολογοῦν | καὶ νεὲς καὶ σὲ ζηλεύουν. Β) Μεταφ. 1) Ἐπιτηδείως παρασύρω τινὰ εἰς τὸ νὰ μοῦ παρέχῃ διαρκῶς χρήματα ἢ δῶρα Λεξ. Δημητρ.: Δικηγόρος ποῦ ξέρει γιὰ καλὰ ν᾿ ἀφρολογάῃ τοὺς πελάτες του. Συνών. ἀρμέγω 4, ξαφρίζω, τρυγῶ. 2) Ἀφαιρῶ κρυφίως, ὑπεξαιρῶ χρήματα Λεξ. Δημητρ.: Ἡ ὑπερέτρια ταχτικὰ ἀφρολογᾷ ἀπὸ τὴν τσάντα τῆς κυρᾶς. Συνών. ξαφρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/