βουβὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βουβὰ ἐπίρρ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βουβός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Σιωπηλῶς ἔνθ’ ἄν.: Βουβὰ καὶ φοβισμένα ΙΒλαχογιάνν. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 50 Τραυοῦσε ἀργ βουβὰ χωρὶς νὰ ξέρῃ ποῦ πηγαίνει ΓΒλαχογιάνν. ἐν Προπυλ. 1, 246. Συνών. μουγγά. 2) Μόλις ἀκουστά, ὑποκώφως πολλαχ.: Μόλις πήραμε τὸ πρωτοΰπνι, ἀκούσαμε νὰ σημαίνῃ ἡ καμπάνα βουβὰ (Ἐπετηρ. Βουρβούρ. 2<1925> | 43). || Ποίημ. Ἡ καταχνιˬὰ πυκνώνεται, μαυρίζει, ἀστράφτει ἀπομακρεˬά, βουβὰ βροντάει ΣΜαρτζώκ. Ποιήμ. 66.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA