ἀφρομανῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφρομανῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφρομανῶ πολλαχ. ἀφρομανίζω ἀμάρτ. ἀφρομανίζου Σκῦρ. ’φρουμανίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τῆς καταλ. -μανῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀφροκοπῶ 2, ὃ ὶδ., πολλαχ.: Φρ. Ἀφρομανάει ἀπὸ τὸ θυμό του - ἀπὸ τὸ κακό του πολλαχ. || Ποιήμ. Τὸ κῦμ’ ἀναστυλώθηκε, ἀφρομανάει, θεριˬεύει ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,146 ...Τὸ κῦμα βράζει καὶ θολωμένο, ἀχόρταγο, ἀφρομανάει ’ς τὸν ἄμμο ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2,279. 2) Φυσῶ διὰ τῶν μυκτήρων, φρυάττω Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τοὺ μπλάρ’ ’φρουμανίζ’. Πβ. ἀφριˬάζω, ἀφρίζω, ἀφροβολῶ, ἀφροκοπῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/