ἀργαταρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργαταρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργαταρίζω Εὔβ. (Κάρυστ.) Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) ἀργαταρίζου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργατάρω. Ἡ παρέκτασις διὰ τὰ ἐκ παραλλήλου πολλάκις λεγόμενα ρ. εἰς -άρω καὶ -αρίζω, οἷον λουστράρω καὶ λουστραρίζω, σουλατσάρω καὶ σουλατσαρίζω, σπαρτάρω καὶ σπαρταρίζω κτλ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,304.
Σημασιολογία
1) Πλέω διὰ λέμβου ἐντὸς τοῦ λιμένος Εὔβ. (Κάρυστ.) Προπ. (᾽Αρτάκ. Πάνορμ.): Πᾶρ’ τὴ βάρκα ν’ ἀργαταρίσῃς Ἀρτάκ. Πάνορμ. 2) Μέσ. μετέχω τῆς θρησκευτικῆς πανηγύρεως τῆς Παναγίας τῆς λεγομένης ἀργατάρας (ἰδ. λ.) κατόπιν θαλασσίας ἐκδρομῆς πρὸς τοῦτο γενομένης Ἴμβρ.: Θὰ πὰμι μὶ d’ βάρκα ’ζ Παναγιὰ d’ ἀργατάρα ν᾽ ἀργαταριστοῦμι. 3) Ἐνεργ μετβ. μεταφέρω διὰ λέμβου προσκυνητὰς εἰς τὴν πανήγυριν τῆς ἀργατάρας Ἴμβρ. Πβ. ἀργατάρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA