ἀργατε͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργατε͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀργατε͜ιὰ ἡ, ἐργατε͜ιὰ Κάρπ. Πάρ. (Παροικ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Κόκκιν. Χατζ.) ἰργατε͜ιὰ Λέσβ. (᾿Αγιάσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀργατεία Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Κύθηρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀργατε͜ιὰ (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀργατε͜ιὰ σύνηθ. ἀρgατε͜ιὰ Χίος (Καρδάμ.) ἀργαδε͜ιὰ Κάρπ. Κάσ. ἀργαθε͜ιὰ Κρήτ. Μῆλ. ἀργατέα Μέγαρ. ἀργατε͜ιό τό, Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἐργατεία. Ἡ ἀφομ. τοῦ ἀρκτικοῦ ε πρὸς τὸ ἑπόμενον α ὡς καὶ ἐν τῷ ἀργάτης.

Σημασιολογία

1) Ἐργασία ἰδίᾳ ἡ ἐπὶ μισθῷ ὑπὲρ ἄλλου γινομένη, Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πελοπν. (Ἦλ.) Πόντ. (Ὄφ.) -ΑΚαρκαβίτσ. Παλ. ἀγάπ. 42: Τὴν ἡμέρα ὄξω ᾽ς τσ᾿ ἀργατε͜ιὲς καὶ τὸ βράδυ βράδυ ᾿ς τσ᾽ αὐλές τους κάθουνται καὶ τὸ ξομπλιˬάζουνε ἡ μιˬὰ μὲ τὴν ἄλλη Ἦλ. Βαρέθ’κα ν ἀργατε͜ιὰ Ζαγόρ. ’Αγωνίζεται ᾿ς τοὶς ἀργατε͜ιὲς τὸ καλοκαίρι ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Εὐτγω ἀργατεία (μισθώνω ἐργάτας διὰ γεωργικὰς συνήθως ἐργασίας) Ὄφ. Ἡ λ. ἐπὶ τῆς σημ. τῆς ἐργασίας ἢ τοῦ ἔργου καθόλου καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Σοφ. Σολ. 7,16) «ἐν γὰρ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ λόγοι ἡμῶν, πᾶσα τε φρόνησις καὶ ἐργατειῶν ἐπιστήμη». β) Ἡ ἐπὶ μισθῷ ἐργασία τοῦ ὑπηρετοῦντος τοὺς κτίστας ἐργάτου ἐν ταῖς οἰκοδομαῖς διὰ τῆς προσκομίσεως τῶν οἰκοδομησίμων ὑλῶν, οἷον λίθων, πηλοῦ κττ. Πόντ. (Κερασ.) γ) Ἡ ἀπὸ κοινοῦ ὑπὸ πολλῶν γινομένη ὑπέρ τινος ἄνευ μισθοῦ ἐργασία, οἷον θερισμός, ἔκτακτοι οἰκιακαί τινες ἐργασίαι κττ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Γέν. Σηλυβρ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κεφαλλ. Κύθν. Νίσυρ. Πελοπν. (Δημητσάν. Ἦλ. Μάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τῆλ. Χίος κ.ἀ.: Θὰ κάμωμε ἀργατεία γιˬὰ νὰ σκάψωμε τ’ ἀμπέλι Μάν. || Φρ. Βάζω ἀργατε͜ιὰ Κεφαλλ. Εὐτάγω ἀργατείαν (κάμνω ἀρ.) Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. δ) Συνεκδ. τὸ ὑπὸ τοῦ ἐργοδότου προσφερόμενον φαγητὸν εἰς τοὺς ἀμισθὶ ἀπὸ κοινοῦ ἐργαζομένους ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς συντέλεσιν ἔργου τινὸς Κεφαλλ. 2) Περιληπτικῶς τὸ σύνολον τῶν ἐργατῶν τῶν ἐπὶ μισθῷ ἐργαζομένων ἢ καὶ τὸ σύνολον τῶν προσώπων τὰ ὁποῖα ἀπὸ κοινοῦ συνεργάζονται ἄνευ μισθοῦ πρὸς συντέλεσιν ἔργου ὑπὲρ φίλου ἢ γνωστοῦ προσώπου (ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης πολλαχοῦ καὶ κατὰ πληθ.) σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἔχω ἀργατε͜ιὰ (ἐργάτας ἐκτελοῦντας ἐργασίαν μου). Βάνω ἀργατε͜ιὰ νὰ μοῦ θερίσουν τὸ χωράφι-νὰ μοῦ σκάψουν τ᾿ ἀμπέλι κττ. πολλαχ. Συφώνησα μὲ μιὰ ἀργατε͜ιὰ ἀπὸ ὀχτὼ ἀργάτες μὲ τρεῖς δραμὲς μεροδούλι Πελοπν. (Αἴγ.) Πολλὰ χτήματα, μεγάλη ἀργατε͜ιὰ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Τόση ἀργαθε͜ιὰ θωρῶ κ᾽ ἤφερε γιˬὰ τ’ ἀbέλιˬα του Κρήτ. Ἡ ἀργατεία θερίζει Μέγαρ. ᾿Εσκόλασ᾽ ἡ ἀργατε͜ιὰ Κέρκ. Ἔφυγε οὕλ’ ἡ ἀργατε͜ιὰ Πελοπν. Ἔφυγε ἡ ἀργατεία μας τσαὶ bοδίστη ἡ δουλεία Μέγαρ. Ἀπάντηξα μιˬὰν ἀργαθε͜ιὰ ἀπὸ πενήντα ἀνομάτοι Μῆλ. Οἱ ἀργατε͜ιὲς τραγουδᾶνε ὁλοῦθε Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) || Παροιμ. Ἡ ἀλεποῦ εἶχε ἀργατε͜ιὰ κ’ ἐκείνη ἀκριδολόγαγε (ἐπὶ τοῦ παραμελοῦντος τὴν κυρίαν καὶ σοβαρὰν ἐργασίαν του καὶ ἀσχολουμένου εἰς ἔργα ἐπουσιώδη καὶ ἄσκοπα. Παραλλαγαὶ τῆς παροιμ. παρὰ ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,455) Πελοπν. (Δημητσάν.) || ᾌσμ. Ὁ ἥλιˬος ἐχαμήλωσε κι ἀργεῖ νὰ βασιλέψῃ, τὸν καταρει͜έται ἡ ἀργατε͜ιὰ κ’ οἱ ξενοδουλευτᾶδες Ἤπ. Ἥλιˬε μου, γιὰ βασίλεψε, ἀργεῖς νὰ βασιλέψῃς, σὲ καταρει͜ῶνται οἱ ἐργατε͜ιὲς καὶ οὕλ’ οἱ δουλευτᾶδες Καλάβρυτ. κ.ἀ. Κλάψαν τοῦ κόσμου τ᾿ ἀργατε͜ιά, κλάψαν τ᾿ ἀργατοδούλιˬα Πάγγ. -Ποίημ. Γλυκοξυπνοῦν κ’ οἱ ἀργατε͜ιὲς καὶ πάν ’ς τὰ πλούσια ἔργα ΣΠασαγιάνν. ’Αντίλ. 7. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Συνών. ἀργαταριˬά, ἀργατικὸ 3, ἀργατολόγι, ἀργατολογιά, ἀργατουριˬά. β) Γενικῶς οἱ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, ὁ ἐργατικὸς κόσμος σύνηθ.: Ἡ ἀργατε͜ιὰ πεινάει-θέλει ψωμὶ κ’ ἐλα͜ιά. 3) Πολυπληθὴς ὁμάς, πλῆθος ἐν γένει Νίσυρ.: ᾽Εκεῖ βλέπει μιˬὰν ἀργατε͜ιὰ δράκους κ᾿ ἔρχουνται ἀποκάτω ἀπὸ ἕναν πύργο καὶ φωνάζουν (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/