βουβαλάμαξο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβαλάμαξο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουβαλάμαξο τό, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Κασταν. κ.ἀ.) βουβαλάμαξου Θρᾴκ. β’βαλάμαξου Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βουβάλι καὶ ἁμάξι.
Σημασιολογία
Ἅμαξα συρομένη ὑπὸ βουβάλων ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἅι-Γεˬώργι, φανέρω με τὴν κόρην π’ ἀγαποῦσα νὰ φέρω λίτρα τὸ κερὶ καὶ λίτρα τὸ λιβάνι καὶ μὲ τὸ βουβαλάμαξο νὰ κουβανῶ τὸ λᾴδι Σωζόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA