ἀργατικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργατικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργατικὸ τό, ἐργατικὸν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἐργατικὸ Πόντ. (Κοτύωρ.) Χίος (Καρδάμ.) ἐργατσικὸ Καππ. (᾿Αραβάν.) ἀργατικὸν Κάρπ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀργατικὸ Ζάκ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Μέγαρ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Ὄφ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ἀργατ’κὸ Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Αράχ.) κ.ἀ. ἀρκατικὸν Κύπρ. ἀργιˬατικὸ Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἐργατικόν= ἀμοιβὴ ἐργασίας. ᾿Ιδ. Liddell-Scott-Jones Addenda et corrigenda λ. ἐργατικός.
Σημασιολογία
1) Ἡ διὰ τὴν ἐργασίαν μιᾶς ἡμέρας ἀμοιβὴ τοῦ ἐργάτου εἰς χρῆμα, ἡμερομίσθιον Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Καππ. (᾽Αραβάν.) Κεφαλλ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Αράχ.) -Λεξ. Δημητρ. ᾿Επῆρε τρεῖς δραχμὲς ἀργατικὸ Κεφαλλ. ’Επλερώθηκε τ᾽ ἀργατικά του Κρήτ. Ζῶ μὶ τ᾿ ἀργατ’κό μ᾽ Ἤπ. Θὰ πάου νὰ πάρου τ᾽ ἀργατ’κό μ᾽ αὐτόθ. Ἔδουκα ἱκατὸ δραμὲς γιˬ’ ἀργατ’κὰ Ζαγόρ. Πῆρα τ᾽ ἀργατ’κά μ᾿ κ᾽ ἔφ’κα αὐτόθ. Μὄφαγι τ᾽ ἀργατ’κὸ οὑ δεῖνα ᾿Αράχ. Θὰ πλιρώσουμι πουλλὰ ἀργατ’κὰ Αἰτωλ. ᾿Εδῶκα ’τον τ᾿ ἀργατικά ᾿τ᾽ (τοῦ ἔδωσα τὰ ἡμερομίσθιά του) Χαλδ. Συνών. ἀργατιλίκι 2, μεροκάματο. β) Ἡ εἰς εἶδος ἀμοιβὴ τοῦ ἐργάτου Ζάκ. Μέγαρ. Συνών. ἀργατίκι . 2) Ἡ ἐπὶ ἡμερησίᾳ ἀμοιβῇ γινομένη ἐργασία τοῦ ἐργάτου Καππ. (’Αραβάν.) Μακεδ. (Πάγγ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ.: Δούλεψα-ἔκαμα τρία ἀργατικὰ Λεξ. Δημητρ. Εὐτάγω ἀργατικὸν καὶ ζῶ (κάμνω ἀργατικὸ κτλ.) Χαλδ. Πάγω ᾽ς σ᾿ ἀργατικὸν αὐτόθ. Νὰ πάω ᾽ς ἐργατσικὸ (θὰ πάγω εἰς ἀργατικὸ) ’Αραβάν. ᾿Εποίκα δέκα ἀργατικὰ (ἐποίκα=ἔκαμα) Χαλδ. || Φρ. ᾿Αργατικόν δουλεύω (ἐργάζομαι ἐπὶ ἡμερησίᾳ ἀμοιβῇ) Κερασ. Συνών. ἀργατική, ἀργατιλίκι 1, μεροκάματο. 3) Περιληπτικῶς ὁμάς σύνολον ἐργατῶν οἱ ὁποῖοι ἀπὸ κοινοῦ ἐκτελοῦν ἐργασίαν τινὰ εἴτε ἐπὶ μισθῷ εἴτε ἀμισθὶ Κάρπ. Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ρόδ. Χίος (Καρδάμ.): Θὰ βάλ’ ἀργατικὸ (θὰ βάλω ἐργάτας διὰ νὰ κάμουν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο) ᾿Απύρανθ. || ᾎσμ. Ἐχτὲς εἶχεν ὁ βασιλὲς ἐργατικὸ μεγάλο, ὅλοι ἐκόβαν μάρμαρα κ’ ἐγώ ᾿νοιγα πηγάδι Καρδάμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀργατε͜ιὰ 2. 4) Ὁ τόπος ὅπου ἐργάζονται οἱ ἐργάται βιομηχανικῆς ἐπιχειρήσεως, οἷον ραφείου, ὑποδηματοποιείου κττ. Λεξ. Δημητρ.: Κατέβα ᾿ς τ᾽ ἀργατικὸ νὰ μοῦ φέρῃς ἕνα χνάρι. 5) Βοῦς ἀροτὴρ Κύθν. Συνών. καματερὸ (ἰδ. καματερός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA