ἀφροντισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφροντισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφροντισιˬὰ ἡ, κοιν. ἀφρουντ’σιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀφρουd’ὰ Ἴμβρ. ἀφουουd’ὰ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀφροντισία, ὃ ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφρόντιστος. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἀ- στερητ. 1 β.
Σημασιολογία
1) Ἔλλειψις φροντίδος, ἀμεριμνησία κοιν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 1789 (ἔκδ. JSchmitt) «ἀφροντισίαν νὰ ἔχουσιν μὲ τὰ ὑποστατικά τους». Συνών. ἀνο͜ιασιˬά, ἀσυλλογισιˬὰ 2, ξενο͜ιασιˬά. 2) Ρᾳθυμία, ἀμέλεια πολλαχ.: Λιγδιˬασμένη, ἀκατάστατη, ἀνάμαλλη καὶ ξετραχηλισμένη, πολλὲς φορὲς μὲ τὴν κάλτσα πεσμένη ἀπὸ ἀφροντισιˬά, ὥστε σοῦ φαινότανε γυμνὴ καὶ λίγη γάμπα ΓΞενοπ. Κακὸς δρόμ. 15. Συνών. ἀμελάγρα, ἀμέλεια, ἀμελησία, ἀμελιˬά,͵ ἀρᾳθυμιˬὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA