ἀφρόντιστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφρόντιστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀφρόντιστα ἐπίρρ. ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 62, Τραγούδ. πατρ. 15 καὶ Ὕμν. Ἀθην.2 22.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφρόντιστος.

Σημασιολογία

Χωρὶς πολυπραγμοσύνην, ἀμερίμνως: Καὶ τόσο γκαρδιˬακὰ κιˬ ἀφρόντιστα χαιρόμουνα, ὅσο ποτὲ δὲ μοῦ ἀπόλειψε ᾿ς τὸ πανηγύρι μέσα τὸ θεότρελλο ὁ στοχασμὸς τοῦ ἄντρα μου Τρισεύγ. ἔνθ’ ἀν. || Ποιήμ. Καὶ τὸ φλωρὶ ἀφρόντιστα σκορπᾷ γιὰ λεηˬμοσύνη Τραγούδ. πατρ. ἔνθ’ ἀν. Θὰ πολεμήσω ἀκούραστα κιˬ ἀφρόντιστα θὰ πέσω καὶ τὴν πατρίδα μιˬὰ φορὰ μεγάλη θὰ τὴν κάμω Ὕμν. Ἀθην2. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀμέριμνα, ἀνο͜ιαστα 1, ξένο͜ιαστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/