βουβαλοκλέφτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουβαλοκλέφτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουβαλοκλέφτης ὁ, ᾿Ιόνιοι Νῆσ. γουβαλοκλέφτης Πελοπν. (Λάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βουβάλι ἢ βούβαλος καὶ κλέφτης.
Σημασιολογία
Ὁ κλέπτων βουβάλους: Τὸ κάνουνε σὰ τσοὺ βουβαλόκλεφτες (ἐπὶ τῶν φιλονικούντων μὲν εἰς ἄλλα, ὁμονοούντων ὅμως εἰς τὸ ἔγκλημα) Ἰόνιοι Νῆσ. || Φρ. Κάνει τὸ γουβαλοκλέφτη (ἐπὶ τοῦ ὑποκρινομένου ὅτι δὲν ἀναμειγνύεται εἰς μικρὰ παραπτώματα ὡσὰν νὰ μὴ τὰ καταδέχεται, ὄντος δὲ τῇ ἀληθείᾳ φαυλοτάτου Λάστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA