ἀφροντυμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροντυμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφροντυμένος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τοῦ ντυμένος μετοχ. τοῦ ρ. ντύνω.

Σημασιολογία

Ὁ λευκὰ καὶ ἐλαφρὰ ἐνδεδυμένος, ἐπὶ τῶν μοιρῶν : Οἱ μοῖρες εἶναι πεντάμορφες κιˬ ἀφροντυμένες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/