βουβαλομόσκαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουβαλομόσκαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουβαλομόσκαρο τό, ἐνιαχ. βουβαλουμόσκαρου Μακεδ. (Φλόρ.) βουβαλουμούσκαρου Μακεδ. γουβαλομούσκαρο Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βουβάλι καὶ μοσκάρι. Ὁ τύπ. γουβαλομούσκαρου καὶ ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1708.

Σημασιολογία

Ὁ μόσχος τοῦ βουβάλου ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Σφάζει βουβαλουμόσκαρα, τριˬῶν χρονῶ βουβάλιˬα Φλόρ. Συνών. βουβαλοντάναδο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/